- ὑβριστικῶν
- ὑβριστικόςgiven to wantonnessfem gen plὑβριστικόςgiven to wantonnessmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιύβριση — η, Ν 1. η ενέργεια τού περιυβρίζω 2. φρ. α) «περιύβριση αρχής και συμβόλων» η δημόσια εκδήλωση ονειδισμού, διασυρμού ή περιφρόνησης κρατικών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών και αναγνωρισμένων αρχηγών κομμάτων και η βλάβη ή παραμόρφωση συμβόλου… … Dictionary of Greek